συμπεθεριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμπεθεριά | οι | συμπεθεριές |
γενική | της | συμπεθεριάς | των | συμπεθεριών |
αιτιατική | τη | συμπεθεριά | τις | συμπεθεριές |
κλητική | συμπεθεριά | συμπεθεριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμπεθεριά < μεσαιωνική ελληνική συμπεθερία < συμπέθερος < σύν + αρχαία ελληνική πενθερός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπεθεριά θηλυκό
- η συγγενική σχέση που συνδέει τους συμπεθέρους ή (κατ’ επέκταση) τις οικογένειες των δύο συζύγων
- ※ Ο Στέργιος Στορνάρης, αδερφός του Νικολού, είχε για σύζυγό του τη θυγατέρα του Γώγου Μπακόλα από το Ραντοβίζι, ο Γιακωβάκης ο εξάδερφός του είχε για σύζυγο την αδελφή των Κουτελιδαίων από τα Τζουμέρκα, ο Γρηγόρης Λιακατάς, κολιτζής στο κόλι Κλινοβού, είχε τη θυγατέρα του Νικολού Στορνάρη για γυναίκα του, Ευαγγελή. Ο γιος του Νάσιου Μάνταλου, οπλαρχηγού στα Χάσια, είχε τη θυγατέρα του Ζαρκαλή Στορνάρη. Κι έτσι οι τέσσερες αυτές συμπεθεριές έδεναν τους Στορναραίους συγγενικά με το Ραντοβίζι, τα Τζουμέρκα (τα δυο δηλαδή Αρματολίκια), τον Κλινοβό και τα Χάσια. (Νικόλαος Γιαννούλης, Το Αρματολίκι του Ασπροποτάμου κι οι Στορναραίοι, εκδ. Ε.Μ.Ο.Τ. (Εκδρομικός & Μορφωτικός Όμιλος Τρικάλων), Αθήνα 1981, σελ. 39)