↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κολιτζής οι κολιτζήδες
      γενική του κολιτζή των κολιτζήδων
    αιτιατική τον κολιτζή τους κολιτζήδες
     κλητική κολιτζή κολιτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κολιτζής < τουρκική kolçı < kol

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κολιτζής αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη κόλι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία