Τζουμέρκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Τζουμέρκα | ||
γενική | των | Τζουμέρκων | ||
αιτιατική | τα | Τζουμέρκα | ||
κλητική | Τζουμέρκα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Τζουμέρκα < σλαβικής προέλευσης чемерика (ελλέβορος) < πρωτοσλαβική *čemerъ[1]
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Τζουμέρκα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
Τζουμέρκα στη Βικιπαίδεια