Τζουμερκιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τζουμερκιώτης < Τζουμέρκα + -ιώτης < σλαβικής προέλευσης чемерика (ελλέβορος) < πρωτοσλαβική *čemerъ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤζουμερκιώτης αρσενικό (θηλυκό Τζουμερκιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος των Τζουμέρκων
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τζουμερκιώτης | οι | Τζουμερκιώτηδες |
γενική | του | Τζουμερκιώτη* | των | Τζουμερκιώτηδων |
αιτιατική | τον | Τζουμερκιώτη | τους | Τζουμερκιώτηδες |
κλητική | Τζουμερκιώτη | Τζουμερκιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Τζουμερκιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τζουμερκιώτης < Τζουμερκιώτης (1) < Τζουμέρκα + -ιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤζουμερκιώτης αρσενικό (θηλυκό Τζουμερκιώτη ή Τζουμερκιώτου)