κόλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κόλι | τα | κόλια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κόλι | τα | κόλια |
κλητική | κόλι | κόλια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κόλι < τουρκική kol (βραχίονας, χέρι, κλάδος, τμήμα) < οθωμανική τουρκική قول (qol) < πρωτοτουρκική *kōl (βραχίονας)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακόλι ουδέτερο
- (παρωχημένο) (Τουρκοκρατία) διοικητική ενότητα, στην οποία οι κάτοικοι όφειλαν να καταβάλλουν συγκεκριμένη φορολογία, υποδιαίρεση του αρματολικίου
- ※ Ο Στέργιος Στορνάρης, αδερφός του Νικολού, είχε για σύζυγό του τη θυγατέρα του Γώγου Μπακόλα από το Ραντοβίζι, ο Γιακωβάκης ο εξάδερφός του είχε για σύζυγο την αδελφή των Κουτελιδαίων από τα Τζουμέρκα, ο Γρηγόρης Λιακατάς, κολιτζής στο κόλι Κλινοβού, είχε τη θυγατέρα του Νικολού Στορνάρη για γυναίκα του, Ευαγγελή. Ο γιος του Νάσιου Μάνταλου, οπλαρχηγού στα Χάσια, είχε τη θυγατέρα του Ζαρκαλή Στορνάρη. Κι έτσι οι τέσσερες αυτές συμπεθεριές έδεναν τους Στορναραίους συγγενικά με το Ραντοβίζι, τα Τζουμέρκα (τα δυο δηλαδή Αρματολίκια), τον Κλινοβό και τα Χάσια. (Νικόλαος Γιαννούλης, Το Αρματολίκι του Ασπροποτάμου κι οι Στορναραίοι, εκδ. Ε.Μ.Ο.Τ. (Εκδρομικός & Μορφωτικός Όμιλος Τρικάλων), Αθήνα 1981, σελ. 39)