αρματολίκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρματολίκι | τα | αρματολίκια |
γενική | του | αρματολικιού | των | αρματολικιών |
αιτιατική | το | αρματολίκι | τα | αρματολίκια |
κλητική | αρματολίκι | αρματολίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρματολίκι ουδέτερο
- (ιστορία) (Τουρκοκρατία) περιφέρεια δράσης ομάδας αρματολών και προστασίας από τους κλέφτες περί το τέλος της τουρκοκρατίας
Υπώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρματολίκι
|