Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κολτσής οι κολτσήδες
      γενική του κολτσή των κολτσήδων
    αιτιατική τον κολτσή τους κολτσήδες
     κλητική κολτσή κολτσήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολτσής < τουρκική kolçı < kol

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κολτσής αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη κόλι

  Μεταφράσεις επεξεργασία