συμπεθέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμπεθέρα | οι | συμπεθέρες |
γενική | της | συμπεθέρας | — | |
αιτιατική | τη | συμπεθέρα | τις | συμπεθέρες |
κλητική | συμπεθέρα | συμπεθέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμπεθέρα < (ελληνιστική κοινή) συμπενθερά
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπεθέρα θηλυκό
- η πεθερά κάποιου σε σχέση με τους δικούς του γονείς ή γενικότερα τους συγγενείς του
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπεθέρα