Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπεθερεύω < συμπέθερος + -εύω < μεσαιωνική ελληνική συμπέθερος / συμπένθερος < σύν + αρχαία ελληνική πενθερός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sim.be.θeˈɾe.vo/

  Ρήμα επεξεργασία

συμπεθερεύω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία