↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπερματισμός οι σπερματισμοί
      γενική του σπερματισμού των σπερματισμών
    αιτιατική τον σπερματισμό τους σπερματισμούς
     κλητική σπερματισμέ σπερματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπερματισμός < ελληνιστική κοινή σπερματισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπερματισμός αρσενικό

  1. η σπερματογονία
  2. (βιολογία) η θεωρία που εξηγεί ότι τα έμβρυα αποκτάνε τα χαρακτηριστικά του αρσενικού τους «πατέρα» μέσω του σπέρματός του

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπερματισμός οἱ σπερματισμοί
      γενική τοῦ σπερματισμοῦ τῶν σπερματισμῶν
      δοτική τῷ σπερματισμ τοῖς σπερματισμοῖς
    αιτιατική τὸν σπερματισμόν τοὺς σπερματισμούς
     κλητική ! σπερματισμέ σπερματισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπερματισμώ
γεν-δοτ τοῖν  σπερματισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπερματισμός (ελληνιστική κοινή) < σπερματίζω + -ισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπερματισμός, -οῦ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. παραγωγή σπέρματος ή σπόρων
    ※  4ος/3ος πκε αιώνας Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 7.5.3, @scaife.perseus
    Μεταφυτευόμενα δὲ πάντα καλλίω καὶ μείζω γίνεται· καὶ γὰρ τὰ τῶν πράσων μεγέθη καὶ τὰ τῶν ῥαφανίδων ἐκ μεταφυτείας. μάλιστα δὲ μεταφυτεύουσι πρὸς τοὺς σπερματισμούς·
  2. συνουσία, εκσπερμάτιση
    ※  3ος/2ος πκε αιώνας Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Λευϊτικόν, 18.23
    καὶ πρὸς πᾶν τετράπουν οὐ δώσεις τὴν κοίτην σου εἰς σπερματισμόν, ἐκμιανθῆναι πρὸς αὐτό. καὶ γυνὴ οὐ στήσεται πρὸς πᾶν τετράπουν βιβασθῆναι, μυσαρὸν γάρ ἐστι.