↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπέτζα οι σπέτζες
      γενική της σπέτζας των σπετζών
    αιτιατική τη σπέτζα τις σπέτζες
     κλητική σπέτζα σπέτζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈspe.d͡za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπέ‐τζα

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
σπέτζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική spezie < λατινική species < specio < πρωτοϊταλική *spekjō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *spéḱyeti < *speḱ- (βλέπω‎) + *-yeti
σπέτζα < τουρκική ispenğe

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπέτζα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπέτζα οι σπέτζες
      γενική της σπέτζας των σπετζών
    αιτιατική τη σπέτζα τις σπέτζες
     κλητική σπέτζα σπέτζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπέτζα < τουρκική ispençe < οθωμανική τουρκική پنجك (pencik) < پنج (penc, πέντε) < περσική پنج (panj, πέντε)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπέτζα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Η φορολογία για την απελευθέρωση δούλου (απελεύθερος) ήταν ίση με το ⅕ της αξίας του.