σπετζοφάι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σπετζοφάι | τα | σπετζοφάγια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σπετζοφάι | τα | σπετζοφάγια |
κλητική | σπετζοφάι | σπετζοφάγια | ||
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπετζοφάι ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (γαστρονομία) είδος πικάντικου φαγητού με λουκάνικα, πιπεριές, ντομάτα κ.ά. υλικά
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπετζοφάι
|