Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σουηδικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Ταυτόσημο
1.3
Πολυλεκτικοί όροι
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σουηδικ
ός
η
σουηδικ
ή
το
σουηδικ
ό
γενική
του
σουηδικ
ού
της
σουηδικ
ής
του
σουηδικ
ού
αιτιατική
τον
σουηδικ
ό
τη
σουηδικ
ή
το
σουηδικ
ό
κλητική
σουηδικ
έ
σουηδικ
ή
σουηδικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σουηδικ
οί
οι
σουηδικ
ές
τα
σουηδικ
ά
γενική
των
σουηδικ
ών
των
σουηδικ
ών
των
σουηδικ
ών
αιτιατική
τους
σουηδικ
ούς
τις
σουηδικ
ές
τα
σουηδικ
ά
κλητική
σουηδικ
οί
σουηδικ
ές
σουηδικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σουηδικός
<
Σουηδία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
σουηδικός -ή -ό
που προέρχεται από ή αναφέρεται στη
Σουηδία
, σχετικός με τη
χώρα
, τη
γλώσσα
, τον
πολιτισμό
κ.λπ.
Ταυτόσημο
επεξεργασία
σουηδέζικος
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
σουηδικό ξύλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σουηδικός
αγγλικά
:
Swedish
(en)
γαλλικά
:
suédois
(fr)
γερμανικά
:
schwedisch
(de)
δανικά
:
svensk
(da)
ισπανικά
:
sueco
(es)
ιταλικά
:
svedese
(it)
καταλανικά
:
suec
(ca)
νορβηγικά
:
svensk
(no)
ολλανδικά
:
Zweeds
(nl)
ουγγρικά
:
svéd
(hu)
πολωνικά
:
szwedzki
(pl)
πορτογαλικά
:
sueco
(pt)
ρουμανικά
:
suedez
(ro)
σλοβακικά
:
švédsky
(sk)
σλοβενικά
:
švedski
(sl)
σουηδικά
:
svensk
(sv)
τσεχικά
:
švédský
(cs)
φινλανδικά
:
ruotsalainen
(fi)