Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σουηδικός η σουηδική το σουηδικό
      γενική του σουηδικού της σουηδικής του σουηδικού
    αιτιατική τον σουηδικό τη σουηδική το σουηδικό
     κλητική σουηδικέ σουηδική σουηδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σουηδικοί οι σουηδικές τα σουηδικά
      γενική των σουηδικών των σουηδικών των σουηδικών
    αιτιατική τους σουηδικούς τις σουηδικές τα σουηδικά
     κλητική σουηδικοί σουηδικές σουηδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουηδικός < Σουηδία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

σουηδικός -ή -ό

Ταυτόσημο επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία