σουηδέζικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σουηδέζικος < Σουηδέζος
Επίθετο επεξεργασία
σουηδέζικος -η -η
- που προέρχεται από ή αναφέρεται στπ Σουηδία
Ταυτόσημο επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σουηδέζικος
→ δείτε τη λέξη σουηδικός |