Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκοπολαμίνη οι σκοπολαμίνες
      γενική της σκοπολαμίνης των σκοπολαμινών
    αιτιατική τη σκοπολαμίνη τις σκοπολαμίνες
     κλητική σκοπολαμίνη σκοπολαμίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκοπολαμίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική scopolamine < γερμανική Skopolamin < νεολατινική Scopolia < Giovanni Antonio Scopoli + γερμανική Amin < λατινική ammoniacus < Ammon < αρχαία ελληνική Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή
imn
n
A40
(jmn)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκοπολαμίνη θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία