σκοπολαμίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκοπολαμίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική scopolamine < γερμανική Skopolamin < νεολατινική Scopolia < Giovanni Antonio Scopoli + γερμανική Amin < λατινική ammoniacus < Ammon < αρχαία ελληνική Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή
(jmn)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκοπολαμίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική) αλκαλοειδής ουσία (C₁₇H₂₁NO₄) που βρίσκεται σε ορισμένα φυτά (μανδραγόρας, ντομάτα, πατάτα) και λειτουργεί ως αντιχολινεργικό φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της ασθένειας κίνησης, της μετεγχειρητικής ναυτίας και εμέτου, και της γαστρεντερικής υπερκινητικότητας
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκοπολαμίνη