σεροτονίνη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σεροτονίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: serotonin < sero- (< λατινική serum) + tonic (< αρχαία ελληνική τονικός < τόνος < τείνω) + -in
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /sεɾɔtɔˈnini/
- συλλαβισμός : σε‐ρο‐το‐νί‐νη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σεροτονίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) αρωματική οργανική ένωση, που λειτουργεί ως νευροδιαβιβαστής και εμπλέκεται στην διατήρηση ή απώλεια της ευεξίας, όρεξης, ηρεμίας κ.λπ. κάποιου