↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σερβοκινητήρας οι σερβοκινητήρες
      γενική του σερβοκινητήρα των σερβοκινητήρων
    αιτιατική τον σερβοκινητήρα τους σερβοκινητήρες
     κλητική σερβοκινητήρα σερβοκινητήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σερβοκινητήρας < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική servomoteur[1] [2] < λατινική servus (δούλος, υπηρέτης) + motor < moveo

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /seɾ.vo.ci.niˈti.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σερ‐βο‐κι‐νη‐τή‐ρας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σερβοκινητήρας ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. σερβοκινητήραςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)