Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σερβοκίνηση οι σερβοκινήσεις
      γενική της σερβοκίνησης των σερβοκινήσεων
    αιτιατική τη σερβοκίνηση τις σερβοκινήσεις
     κλητική σερβοκίνηση σερβοκινήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σερβοκίνηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σερβοκίνηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία