σερβοκινητήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σερβοκινητήριος < σερβοκινητήρας + -τήριος
Επίθετο
επεξεργασία
σερβοκινητήριος, -α, -ο
- που έχει σχέση με σερβοκινητήρα ή σερβοκίνηση ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σερβοκινητήριος
|