σαλέπι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαλέπι | τα | σαλέπια |
γενική | του | σαλεπιού | των | σαλεπιών |
αιτιατική | το | σαλέπι | τα | σαλέπια |
κλητική | σαλέπι | σαλέπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαλέπι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική سالپ (sālep, το φυτό), στα τουρκικά salep < αραβική سَحْلَب (saḥlab). Περισσότερα στο salep#Turkish στο αγγλικό Βικιλεξικό.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /saˈle.pi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐λέ‐πι
- παρώνυμο: σαπέλι (είδος ξύλου)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαλέπι ουδέτερο
- (φυτό) είδος ορχιδέας (Orchis mascula)
- (ποτό) μαλακτικό ρόφημα ή αφέψημα που παρασκευάζεται από σκόνη (αλεύρι) που προκύπτει από το άλεσμα των ριζών διαφόρων ειδών ορχιδέας
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σαλέπι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σαλέπι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)