σαλέπι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαλέπι | τα | σαλέπια |
γενική | του | σαλεπιού | των | σαλεπιών |
αιτιατική | το | σαλέπι | τα | σαλέπια |
κλητική | σαλέπι | σαλέπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
]
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαλέπι < (άμεσο δάνειο) τουρκική salep < αραβική سحلب (saḥlab)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /saˈle.pi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐λέ‐πι
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαλέπι ουδέτερο
- (φυτό) είδος ορχιδέας (Orchis mascula)
- (ποτό) μαλακτικό ρόφημα ή αφέψημα που παρασκευάζεται από σκόνη (αλεύρι) που προκύπτει από το άλεσμα των ριζών διαφόρων ειδών ορχιδέας
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Αναγραμματισμοί επεξεργασία
- σαπέλι (είδος ξύλου)