salep
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- salep < (άμεσο δάνειο) γαλλική salep < τουρκική salep < αραβική سَحْلَب (saḥlab). Περισσότερα στο salep#English στο αγγλικό Βικιλεξικό.
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsalep (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- salep < (άμεσο δάνειο) τουρκική shalep, παλιότερος όρος του salep < οθωμανική τουρκική سحلب (sahleb) < αραβική سَحْلَب (saḥlab). Περισσότερα στο salep#French στο αγγλικό Βικιλεξικό.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsalep (fr)
Πηγές
επεξεργασία- salep - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- salep - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- salep < παλιότερη μορφή: shalep < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική سحلب (sahleb) < αραβική سَحْلَب (saḥlab). Περισσότερα στο salep#Turkish στο αγγλικό Βικιλεξικό.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsalep (tr)
Πηγές
επεξεργασία- salep - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν