Ετυμολογία

επεξεργασία
salep < (άμεσο δάνειο) γαλλική salep < τουρκική salep < αραβική سَحْلَب (saḥlab). Περισσότερα στο salep#English στο αγγλικό Βικιλεξικό.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsaləp/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

salep (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
salep < (άμεσο δάνειο) τουρκική shalep, παλιότερος όρος του salep < οθωμανική τουρκική سحلب (sahleb) < αραβική سَحْلَب (saḥlab). Περισσότερα στο salep#French στο αγγλικό Βικιλεξικό.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

salep (fr)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
salep < παλιότερη μορφή: shalep < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική سحلب (sahleb) < αραβική سَحْلَب (saḥlab). Περισσότερα στο salep#Turkish στο αγγλικό Βικιλεξικό.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

salep (tr)