σαλεπιτζίδικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαλεπιτζίδικο < σαλεπιτζ(ής) + -ίδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαλεπιτζίδικο ουδέτερο
- κατάστημα στο οποίο πωλείται σαλέπι ή ειδικά διαμορφωμένο καροτσάκι που έχουν οι σαλεπιτζήδες
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σαλέπι
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαλεπιτζίδικο
|