Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σίμη οι σίμες
      γενική της σίμης των σιμών
    αιτιατική τη σίμη τις σίμες
     κλητική σίμη σίμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Τμήμα της σίμης του Ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών

  Ετυμολογία επεξεργασία

σίμη < ελληνιστική κοινή σίμαι[1] [2] < αρχαία ελληνική σιμός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsi.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σί‐μη
ομόηχο: Σύμη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σίμη θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σίμηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. σίμαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.