ρωτακισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ρωτακισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική rhotacisme < ελληνιστική κοινή ῥωτακίζω (χρησιμοποιώ υπερβολικά το ρο)+ -ισμός < ῥῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ρωτακισμός αρσενικό
- (γλωσσολογία, φωνητική) η τροπή ενός συμφώνου (π.χ. του σ ή του λ) σε ρ
- (ιατρική) δυσκολία στην προφορά του φθόγγου ρ / /ɾ/
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρωτακισμός