Δείτε επίσης: ζητακισμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσιτακισμός οι τσιτακισμοί
      γενική του τσιτακισμού των τσιτακισμών
    αιτιατική τον τσιτακισμό τους τσιτακισμούς
     κλητική τσιτακισμέ τσιτακισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιτακισμός < από τον φθόγγο τσι κατά το ητακισμός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡si.ta.ciˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσι‐τα‐κι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσιτακισμός αρσενικό

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία