↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιωτακισμός οι ιωτακισμοί
      γενική του ιωτακισμού των ιωτακισμών
    αιτιατική τον ιωτακισμό τους ιωτακισμούς
     κλητική ιωτακισμέ ιωτακισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιωτακισμός < (ελληνιστική κοινή) ἰωτακισμός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιωτακισμός αρσενικό

  • (γλωσσολογία, φωνολογία) η ταύτιση της προφοράς των η, ει, υι, οι και υ με αυτήν του ιώτα, εξέλιξη που άρχισε στην ελληνιστική περίοδο και ολοκληρώθηκε πριν τον 10ο αιώνα μ.Χ.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία