Δείτε επίσης: ῥωτακίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρωτακίζω < ελληνιστική κοινή ῥωτακίζω < αρχαία ελληνική ῥῶ / ρ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική rhotaciser)

ρωτακίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία