ρωτακίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρωτακίζω < ελληνιστική κοινή ῥωτακίζω < αρχαία ελληνική ῥῶ / ρ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική rhotaciser)
Ρήμα
επεξεργασίαρωτακίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- ρωτακισμός
- → δείτε τη λέξη ρ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρωτακίζω | ρωτάκιζα | θα ρωτακίζω | να ρωτακίζω | ρωτακίζοντας | |
β' ενικ. | ρωτακίζεις | ρωτάκιζες | θα ρωτακίζεις | να ρωτακίζεις | ρωτάκιζε | |
γ' ενικ. | ρωτακίζει | ρωτάκιζε | θα ρωτακίζει | να ρωτακίζει | ||
α' πληθ. | ρωτακίζουμε | ρωτακίζαμε | θα ρωτακίζουμε | να ρωτακίζουμε | ||
β' πληθ. | ρωτακίζετε | ρωτακίζατε | θα ρωτακίζετε | να ρωτακίζετε | ρωτακίζετε | |
γ' πληθ. | ρωτακίζουν(ε) | ρωτάκιζαν ρωτακίζαν(ε) |
θα ρωτακίζουν(ε) | να ρωτακίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρωτάκισα | θα ρωτακίσω | να ρωτακίσω | ρωτακίσει | ||
β' ενικ. | ρωτάκισες | θα ρωτακίσεις | να ρωτακίσεις | ρωτάκισε | ||
γ' ενικ. | ρωτάκισε | θα ρωτακίσει | να ρωτακίσει | |||
α' πληθ. | ρωτακίσαμε | θα ρωτακίσουμε | να ρωτακίσουμε | |||
β' πληθ. | ρωτακίσατε | θα ρωτακίσετε | να ρωτακίσετε | ρωτακίστε | ||
γ' πληθ. | ρωτάκισαν ρωτακίσαν(ε) |
θα ρωτακίσουν(ε) | να ρωτακίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ρωτακίσει | είχα ρωτακίσει | θα έχω ρωτακίσει | να έχω ρωτακίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ρωτακίσει | είχες ρωτακίσει | θα έχεις ρωτακίσει | να έχεις ρωτακίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ρωτακίσει | είχε ρωτακίσει | θα έχει ρωτακίσει | να έχει ρωτακίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ρωτακίσει | είχαμε ρωτακίσει | θα έχουμε ρωτακίσει | να έχουμε ρωτακίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ρωτακίσει | είχατε ρωτακίσει | θα έχετε ρωτακίσει | να έχετε ρωτακίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ρωτακίσει | είχαν ρωτακίσει | θα έχουν ρωτακίσει | να έχουν ρωτακίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρωτακίζω