ρεβανί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρεβανί | τα | ρεβανιά |
γενική | του | ρεβανιού | των | ρεβανιών |
αιτιατική | το | ρεβανί | τα | ρεβανιά |
κλητική | ρεβανί | ρεβανιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρεβανί < (άμεσο δάνειο) τουρκική revani < περσική روغنى (ravġanī) < روغن (παχύρρευστο λάδι) < μέση περσική lwkn' (rōγn: λάδι, βούτυρο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾe.vaˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρε‐βα‐νί
- τονικό παρώνυμο: ρεβάνι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρεβανί ουδέτερο
- (γλυκό) σιροπιαστό γλυκό που ψήνεται στο φούρνο
- ※ Καπεταναῖοι Κεφαλλωνίτες καί Ζακυνθινοί, ἐλάβομεν τό γράμμα σας καί εἴδαμε ὅσα μᾶς γράφετε. Ἀλλά ἐπειδή καί οἱ μπέηδες καί οἱ ἀγάδες εἶναι τριγύρω στοῦ Λάλα μέ τά ἀσκέρια, δέν ἠμποροῦμεν νά σᾶς ἀποκριθοῦμεν σήμερον […] Λάβετε ὡς τόσον ὀλίγα κεράσια τοῦ Λάλα καί δύο ρεβανιά δι’ ἀγάπην καί μένομεν. («Κατάλοιπα του ’21»: Προδημοσίευση από μια νέα έκδοση με κείμενα του Κωστή Παπαγιώργη, www.lifo.gr, 28.06.2021)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ρεβανί στη Βικιπαίδεια