αγάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αγάς | οι | αγάδες |
γενική | του | αγά | των | αγάδων |
αιτιατική | τον | αγά | τους | αγάδες |
κλητική | αγά | αγάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγάς < τουρκική ağa < οθωμανική τουρκική آغا[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈɣas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γάς
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγάς αρσενικό
- (αξίωμα, ιστορία) τίτλος αξιωματούχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
- ※ Το πρωί της 23ης Μαρτίου, οι επαναστάτες εισήλθαν στην Καλαμάτα και ο Ηλίας Μαυρομιχάλης ζητά από τον Αρναούτογλου να παραδοθεί. Ο τούρκος αγάς αντιλαμβανόμενος ότι δεν υπήρχε καμία δυνατότητα αντίστασης παρέδωσε στους επαναστάτες, με πρωτόκολλο, την πόλη και τον τουρκικό οπλισμό.
- Γιάννης Διαμαντής, Ελληνική Επανάσταση 1821: Η απελευθέρωση της Καλαμάτας, Το Βήμα, 23 Μαρτίου 2023
- ※ Το πρωί της 23ης Μαρτίου, οι επαναστάτες εισήλθαν στην Καλαμάτα και ο Ηλίας Μαυρομιχάλης ζητά από τον Αρναούτογλου να παραδοθεί. Ο τούρκος αγάς αντιλαμβανόμενος ότι δεν υπήρχε καμία δυνατότητα αντίστασης παρέδωσε στους επαναστάτες, με πρωτόκολλο, την πόλη και τον τουρκικό οπλισμό.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- αγάς στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγάς
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αγάς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)