Δείτε επίσης: Άγας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγάς οι αγάδες
      γενική του αγά των αγάδων
    αιτιατική τον αγά τους αγάδες
     κλητική αγά αγάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγάς < τουρκική ağa < οθωμανική τουρκική آغا[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈɣas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγάς αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • αγάςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)