σαν αγάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίασαν αγάς
- με άνεση
- ※ Προχωρημένη νύχτα ο Λίνος Χολέβας γύρισε σπίτι του ξυπόλυτος, κλειδώθηκε στην κάμαρά του, έκατσε στην άκρη του κρεβατιού, τρύπωσε στην καρδιά του χειμώνα και στην καρδιά των παιδικών του χρόνων και με τον Μπάντυ, που όπως πάντα τον περίμενε χουζουρεύοντας σαν αγάς στα σεντόνια, έπιασαν το ψιθυριστό κουβεντολόι, μην ενοχλήσουν.
- Ιωάννα Καρυστιάνη, Τα σακιά, Αθήνα: Καστανιώτης, 2010 . ISBN 9789600351293
- ※ Προχωρημένη νύχτα ο Λίνος Χολέβας γύρισε σπίτι του ξυπόλυτος, κλειδώθηκε στην κάμαρά του, έκατσε στην άκρη του κρεβατιού, τρύπωσε στην καρδιά του χειμώνα και στην καρδιά των παιδικών του χρόνων και με τον Μπάντυ, που όπως πάντα τον περίμενε χουζουρεύοντας σαν αγάς στα σεντόνια, έπιασαν το ψιθυριστό κουβεντολόι, μην ενοχλήσουν.
- δεσποτικά, με αυταρχικό τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαν αγάς
|
Πηγές
επεξεργασία- αγάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγάς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)