Ετυμολογία

επεξεργασία
σαν αγάς < → δείτε τις λέξεις σαν και αγάς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /san‿aˈɣas/

  Έκφραση

επεξεργασία

σαν αγάς

  1. με άνεση
    ※  Προχωρημένη νύχτα ο Λίνος Χολέβας γύρισε σπίτι του ξυπόλυτος, κλειδώθηκε στην κάμαρά του, έκατσε στην άκρη του κρεβατιού, τρύπωσε στην καρδιά του χειμώνα και στην καρδιά των παιδικών του χρόνων και με τον Μπάντυ, που όπως πάντα τον περίμενε χουζουρεύοντας σαν αγάς στα σεντόνια, έπιασαν το ψιθυριστό κουβεντολόι, μην ενοχλήσουν.
    Ιωάννα Καρυστιάνη, Τα σακιά, Αθήνα: Καστανιώτης, 2010 . ISBN 9789600351293
  2. δεσποτικά, με αυταρχικό τρόπο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία