Λάλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- Λάλα < γενική ενικού του αρσενικού Λάλας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈla.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λά‐λα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛάλα θηλυκό, άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λάλα | ||
γενική | της | Λάλας | ||
αιτιατική | τη | Λάλα | ||
κλητική | Λάλα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Λάλα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛάλα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (παρωχημένο) χωριό της Φθιώτιδας, πρώην ονομασία της Ροδωνιάς[1]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΛάλα αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Λάλα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛάλα θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- Thomas Corsten 2010 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. V.A: Coastal Asia Minor. Pontos to Ionia, Oxford: Oxford University Press
- P. M. Fraser and E. Matthews 1997 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. III.A: The Peloponnese. Western Greece. Sicily. Magna Graecia, Oxford: Oxford University Press
- P. M. Fraser, E. Matthews and R. W. V. Catling 2005 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. IV: Macedonia. Thrace, Northern Shores of the Black Sea, Oxford: Oxford University Press