Δείτε επίσης: Λαλάς, λαλάς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λάλας οι Λάλες
Λάληδες
Λαλαίοι
      γενική του Λάλα των
Λάληδων
Λαλαίων
    αιτιατική τον Λάλα τους Λάλες
Λάληδες
Λαλαίους
     κλητική Λάλα Λάλες
Λάληδες
Λαλαίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δούκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λάλας < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈla.las/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λά‐λας

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λάλας αρσενικό

  1. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Λάλα)
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταγραφές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λάλας < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λάλας αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  • Λάλας - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven