Λαλάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λαλάς | οι | Λαλάδες |
γενική | του | Λαλά | των | Λαλάδων |
αιτιατική | τον | Λαλά | τους | Λαλάδες |
κλητική | Λαλά | Λαλάδες | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς (κλίση: ψαράς)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λαλάς < λαλάς (ο αδελφός, ιδιωματικό) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /laˈlas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λα‐λάς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛαλάς αρσενικό (θηλυκό Λαλά)
Μεταγραφές
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Λαλάς < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛαλάς θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press