λαλάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαλάς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαλάς αρσενικό
- (ιδιωματικό, οικείο) ο αδελφός
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαλάς
|
Πηγές
επεξεργασία- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.