Λαλιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /laˈʎo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λα‐λιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λαλιώτης | οι | Λαλιώτες |
γενική | του | Λαλιώτη | των | Λαλιωτών |
αιτιατική | τον | Λαλιώτη | τους | Λαλιώτες |
κλητική | Λαλιώτη | Λαλιώτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λαλιώτης αρσενικό (θηλυκό Λαλιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από το χωριό Λάλας της Ηλείας ή κατοικεί εκεί (ιστορικά, ιδιαίτερα, πριν την Επανάσταση του 1821, ο Τουρκαλβανός)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Λαλιώτης
|
Πηγές επεξεργασία
- εφημ. “Πρωΐα” (χ.χ.έ.), Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης: ορθογραφικόν και ερμηνευτικόν. Έκδοσις δευτέρα επαυξημένη. 2 τόμ. με ενιαία σελιδαρίθμηση. Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου, σελ. 1465.
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λαλιώτης | οι | Λαλιώτηδες |
γενική | του | Λαλιώτη* | των | Λαλιώτηδων |
αιτιατική | τον | Λαλιώτη | τους | Λαλιώτηδες |
κλητική | Λαλιώτη | Λαλιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Λαλιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Λαλιώτης < πατριδωνυμικό Λαλιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λαλιώτης αρσενικό (θηλυκό Λαλιώτη ή Λαλιώτου)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Κώστας Λαλιώτης στη Βικιπαίδεια (γεν. 1951), πολιτικός