Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /laˈʎo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λα‐λιώ‐της

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λαλιώτης οι Λαλιώτες
      γενική του Λαλιώτη των Λαλιωτών
    αιτιατική τον Λαλιώτη τους Λαλιώτες
     κλητική Λαλιώτη Λαλιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Λαλιώτης < Λάλ(ας) + -ιώτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λαλιώτης αρσενικό (θηλυκό Λαλιώτισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • εφημ. “Πρωΐα” (χ.χ.έ.), Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης: ορθογραφικόν και ερμηνευτικόν. Έκδοσις δευτέρα επαυξημένη. 2 τόμ. με ενιαία σελιδαρίθμηση. Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου, σελ. 1465.

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λαλιώτης οι Λαλιώτηδες
      γενική του Λαλιώτη* των Λαλιώτηδων
    αιτιατική τον Λαλιώτη τους Λαλιώτηδες
     κλητική Λαλιώτη Λαλιώτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Λαλιώτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Λαλιώτης < πατριδωνυμικό Λαλιώτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λαλιώτης αρσενικό (θηλυκό Λαλιώτη ή Λαλιώτου)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία