ραχοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ραχοειδής | η | ραχοειδής | το | ραχοειδές |
γενική | του | ραχοειδούς* | της | ραχοειδούς | του | ραχοειδούς |
αιτιατική | τον | ραχοειδή | τη | ραχοειδή | το | ραχοειδές |
κλητική | ραχοειδή(ς) | ραχοειδής | ραχοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ραχοειδείς | οι | ραχοειδείς | τα | ραχοειδή |
γενική | των | ραχοειδών | των | ραχοειδών | των | ραχοειδών |
αιτιατική | τους | ραχοειδείς | τις | ραχοειδείς | τα | ραχοειδή |
κλητική | ραχοειδείς | ραχοειδείς | ραχοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ραχοειδής < ράχη + -ο- + -ειδής (ραχοειδής παλινδρόμηση: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική ridge regression)
Επίθετο
επεξεργασίαραχοειδής
- (στατιστική) στον πολυλεκτικό όρο ραχοειδής παλινδρόμηση: τεχνική στατιστικής ανάλυσης που χρησιμοποιείται, για να βελτιώσει την ακρίβεια των εκτιμήσεων σε περιπτώσεις όπου τα δεδομένα έχουν υψηλό επίπεδο πολυγραμμικότητας (multicollinearity)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ραχοειδής παλινδρόμηση