↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραχοειδής η ραχοειδής το ραχοειδές
      γενική του ραχοειδούς* της ραχοειδούς του ραχοειδούς
    αιτιατική τον ραχοειδή τη ραχοειδή το ραχοειδές
     κλητική ραχοειδή(ς) ραχοειδής ραχοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραχοειδείς οι ραχοειδείς τα ραχοειδή
      γενική των ραχοειδών των ραχοειδών των ραχοειδών
    αιτιατική τους ραχοειδείς τις ραχοειδείς τα ραχοειδή
     κλητική ραχοειδείς ραχοειδείς ραχοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ραχοειδής < ράχη + -ο- + -ειδής (ραχοειδής παλινδρόμηση: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική ridge regression)

  Επίθετο

επεξεργασία

ραχοειδής

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία