ρέστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ρέστος | η | ρέστη | το | ρέστο |
γενική | του | ρέστου | της | ρέστης | του | ρέστου |
αιτιατική | τον | ρέστο | τη | ρέστη | το | ρέστο |
κλητική | ρέστε | ρέστη | ρέστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ρέστοι | οι | ρέστες | τα | ρέστα |
γενική | των | ρέστων | των | ρέστων | των | ρέστων |
αιτιατική | τους | ρέστους | τις | ρέστες | τα | ρέστα |
κλητική | ρέστοι | ρέστες | ρέστα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρέστος < (άμεσο δάνειο) ιταλική resto < λατινική resto < re- + sto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steh₂-
Επίθετο
επεξεργασίαρέστος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) που απομένει, υπόλοιπος
- το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό: → δείτε τη λέξη τα ρέστα