↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρέστος η ρέστη το ρέστο
      γενική του ρέστου της ρέστης του ρέστου
    αιτιατική τον ρέστο τη ρέστη το ρέστο
     κλητική ρέστε ρέστη ρέστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρέστοι οι ρέστες τα ρέστα
      γενική των ρέστων των ρέστων των ρέστων
    αιτιατική τους ρέστους τις ρέστες τα ρέστα
     κλητική ρέστοι ρέστες ρέστα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρέστος < (άμεσο δάνειο) ιταλική resto < λατινική resto < re- + sto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steh₂-

  Επίθετο

επεξεργασία

ρέστος, -η, -ο

  1. (λαϊκότροπο) που απομένει, υπόλοιπος
  2. το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό: → δείτε τη λέξη  τα ρέστα

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία