ράσπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ράσπα | οι | ράσπες |
γενική | της | ράσπας | των | ρασπών |
αιτιατική | τη | ράσπα | τις | ράσπες |
κλητική | ράσπα | ράσπες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ράσπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική raspa < φραγκική *hraspōn <πρωτογερμανική *hraspōną < *hrespaną (σχίζω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker- (στρέφω, κάμπτω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ράσπα θηλυκό
- χοντρή λίμα για ξύλα με μεγάλα και χοντρά δόντια
- (κατ’ επέκταση) κάθε πολύ μεγάλη λίμα