ράσπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ράσπα | οι | ράσπες |
γενική | της | ράσπας | των | ρασπών |
αιτιατική | τη | ράσπα | τις | ράσπες |
κλητική | ράσπα | ράσπες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ράσπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική raspa < φραγκική *hraspōn <πρωτογερμανική *hraspōną < *hrespaną (σχίζω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker- (στρέφω, κάμπτω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαράσπα θηλυκό
- χοντρή λίμα για ξύλα με μεγάλα και χοντρά δόντια
- ※ Ράσπα είναι η ειδική οδοντωτή μεταλλική λίμα για να ξύνει ο τσαγκάρης το πλαϊνό της σόλας καθώς και το κάτω μέρος της σόλας που ήταν καρφωμένη η σειρά με τις ξυλόπροκες. Με τη ράσπα έξυνε το πρώτο χέρι, γιατί μετά με ένα σπασμένο γυαλί ξαναπερνούσε τα ξυμένα μέρη, για να γυαλίσουν τέλεια, και στην συνέχεια τα έβαφε με μπογιά ή με κερί χρησιμοποιώντας το λαμπούδι. (https://www.archaiologia.gr/blog/photo/ράσπα-μουσείο-υποδημάτων www.archaiologia.gr, 10.02.2014]
- ≈ συνώνυμα: ξυλοφάγος
- (κατ’ επέκταση) κάθε πολύ μεγάλη λίμα