πυκνόμετρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πυκνόμετρο | τα | πυκνόμετρα |
γενική | του | πυκνόμετρου & πυκνομέτρου |
των | πυκνόμετρων & πυκνομέτρων |
αιτιατική | το | πυκνόμετρο | τα | πυκνόμετρα |
κλητική | πυκνόμετρο | πυκνόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυκνόμετρο < πυκνός + -ο- + -μετρο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική densimètre)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /piˈkno.me.tɾo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυκνόμετρο ουδέτερο
απ' το νερό.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυκνόμετρο