Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυκνομετρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πυκνομετρικ
ός
η
πυκνομετρικ
ή
το
πυκνομετρικ
ό
γενική
του
πυκνομετρικ
ού
της
πυκνομετρικ
ής
του
πυκνομετρικ
ού
αιτιατική
τον
πυκνομετρικ
ό
την
πυκνομετρικ
ή
το
πυκνομετρικ
ό
κλητική
πυκνομετρικ
έ
πυκνομετρικ
ή
πυκνομετρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πυκνομετρικ
οί
οι
πυκνομετρικ
ές
τα
πυκνομετρικ
ά
γενική
των
πυκνομετρικ
ών
των
πυκνομετρικ
ών
των
πυκνομετρικ
ών
αιτιατική
τους
πυκνομετρικ
ούς
τις
πυκνομετρικ
ές
τα
πυκνομετρικ
ά
κλητική
πυκνομετρικ
οί
πυκνομετρικ
ές
πυκνομετρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πυκνομετρικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
πυκνομετρικός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυκνομετρικός