Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

densimètre < dense + mètre

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
densimètre densimètres

densimètre (fr) αρσενικό