Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτωχεύσας
πτωχεύσαντας
η πτωχεύσασα το πτωχεύσαν
      γενική του πτωχεύσαντος
πτωχεύσαντα
της πτωχεύσασας
πτωχευσάσης*
του πτωχεύσαντος
    αιτιατική τον πτωχεύσαντα την πτωχεύσασα το πτωχεύσαν
     κλητική πτωχεύσας
πτωχεύσαντα
πτωχεύσασα πτωχεύσαν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτωχεύσαντες οι πτωχεύσασες τα πτωχεύσαντα
      γενική των πτωχευσάντων των πτωχευσασών των πτωχευσάντων
    αιτιατική τους πτωχεύσαντες τις πτωχεύσασες τα πτωχεύσαντα
     κλητική πτωχεύσαντες πτωχεύσασες πτωχεύσαντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «λήξας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτωχεύσας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτωχεύσας

  Μετοχή επεξεργασία

πτωχεύσας, -ασα, -αν

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πτωχεύσᾱς πτωχεύσᾱσ τὸ πτωχεῦσᾰν
      γενική τοῦ πτωχεύσᾰντος τῆς πτωχευσᾱ́σης τοῦ πτωχεύσᾰντος
      δοτική τῷ πτωχεύσᾰντ τῇ πτωχευσᾱ́σ τῷ πτωχεύσᾰντ
    αιτιατική τὸν πτωχεύσᾰντ τὴν πτωχεύσᾱσᾰν τὸ πτωχεῦσᾰν
     κλητική ! πτωχεύσᾱς πτωχεύσᾱσ πτωχεῦσᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πτωχεύσᾰντες αἱ πτωχεύσᾱσαι τὰ πτωχεύσᾰντ
      γενική τῶν πτωχευσᾰ́ντων τῶν πτωχευσᾱσῶν τῶν πτωχευσᾰ́ντων
      δοτική τοῖς πτωχεύσᾱσῐ(ν) ταῖς πτωχευσᾱ́σαις τοῖς πτωχεύσᾱσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς πτωχεύσᾰντᾰς τὰς πτωχευσᾱ́σᾱς τὰ πτωχεύσᾰντ
     κλητική ! πτωχεύσᾰντες πτωχεύσᾱσαι πτωχεύσᾰντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πτωχεύσᾰντε τὼ πτωχευσᾱ́σ τὼ πτωχεύσᾰντε
      γεν-δοτ τοῖν πτωχεύσᾰ́ντοιν τοῖν πτωχευσᾱ́σαιν τοῖν πτωχευσᾰ́ντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νικήσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

πτωχεύσας, -ασα, -αν