πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσχωσιγενής η προσχωσιγενής το προσχωσιγενές
      γενική του προσχωσιγενούς* της προσχωσιγενούς του προσχωσιγενούς
    αιτιατική τον προσχωσιγενή την προσχωσιγενή το προσχωσιγενές
     κλητική προσχωσιγενή(ς) προσχωσιγενής προσχωσιγενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσχωσιγενείς οι προσχωσιγενείς τα προσχωσιγενή
      γενική των προσχωσιγενών των προσχωσιγενών των προσχωσιγενών
    αιτιατική τους προσχωσιγενείς τις προσχωσιγενείς τα προσχωσιγενή
     κλητική προσχωσιγενείς προσχωσιγενείς προσχωσιγενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
προσχωσιγενής < πρόσχωση + -ι- + -γενής

προσχωσιγενής, -ής, -ές

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία