ποταμογενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ποταμογενής | η | ποταμογενής | το | ποταμογενές |
γενική | του | ποταμογενούς* | της | ποταμογενούς | του | ποταμογενούς |
αιτιατική | τον | ποταμογενή | την | ποταμογενή | το | ποταμογενές |
κλητική | ποταμογενή(ς) | ποταμογενής | ποταμογενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ποταμογενείς | οι | ποταμογενείς | τα | ποταμογενή |
γενική | των | ποταμογενών | των | ποταμογενών | των | ποταμογενών |
αιτιατική | τους | ποταμογενείς | τις | ποταμογενείς | τα | ποταμογενή |
κλητική | ποταμογενείς | ποταμογενείς | ποταμογενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαποταμογενής, -ής, -ές
- που σχηματίζεται από την επίδραση της αέναης ροής ποταμού
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ποταμογενής
|