↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προδυναστειακός η προδυναστειακή το προδυναστειακό
      γενική του προδυναστειακού της προδυναστειακής του προδυναστειακού
    αιτιατική τον προδυναστειακό την προδυναστειακή το προδυναστειακό
     κλητική προδυναστειακέ προδυναστειακή προδυναστειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προδυναστειακοί οι προδυναστειακές τα προδυναστειακά
      γενική των προδυναστειακών των προδυναστειακών των προδυναστειακών
    αιτιατική τους προδυναστειακούς τις προδυναστειακές τα προδυναστειακά
     κλητική προδυναστειακοί προδυναστειακές προδυναστειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προδυναστειακός < προ- + δυναστειακός < δυναστεία (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική predynastic)

  Επίθετο

επεξεργασία

προδυναστειακός, -ή, -ό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • προδυναστειακός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)