προδυναστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προδυναστικός < προ- + δυναστικός
Επίθετο
επεξεργασία
προδυναστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προδυναστικός
|