Δείτε επίσης: δυναστικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυναστειακός η δυναστειακή το δυναστειακό
      γενική του δυναστειακού της δυναστειακής του δυναστειακού
    αιτιατική τον δυναστειακό τη δυναστειακή το δυναστειακό
     κλητική δυναστειακέ δυναστειακή δυναστειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυναστειακοί οι δυναστειακές τα δυναστειακά
      γενική των δυναστειακών των δυναστειακών των δυναστειακών
    αιτιατική τους δυναστειακούς τις δυναστειακές τα δυναστειακά
     κλητική δυναστειακοί δυναστειακές δυναστειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυναστειακός < δυναστεία + -ακός

  Επίθετο

επεξεργασία

δυναστειακός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία