δυναστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυναστικός < αρχαία ελληνική δυναστικός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dynastique ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική dynastic)
Επίθετο
επεξεργασίαδυναστικός, -ή, -ό
- σχετικός με τον δυνάστη και τη δυναστεία
- ※ Αποτέλεσμα, ανελέητος θρησκευτικός–δυναστικός πόλεμος ανάμεσα στους «ευγενείς αδελφούς», που κράτησε πάνω από 40 χρόνια (1562–1604). (www.tovima.gr, 24.11.2008)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δυναστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δυναστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- δυναστικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)