Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δυναστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δυναστικ
ός
η
δυναστικ
ή
το
δυναστικ
ό
γενική
του
δυναστικ
ού
της
δυναστικ
ής
του
δυναστικ
ού
αιτιατική
τον
δυναστικ
ό
τη
δυναστικ
ή
το
δυναστικ
ό
κλητική
δυναστικ
έ
δυναστικ
ή
δυναστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δυναστικ
οί
οι
δυναστικ
ές
τα
δυναστικ
ά
γενική
των
δυναστικ
ών
των
δυναστικ
ών
των
δυναστικ
ών
αιτιατική
τους
δυναστικ
ούς
τις
δυναστικ
ές
τα
δυναστικ
ά
κλητική
δυναστικ
οί
δυναστικ
ές
δυναστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δυναστικός
<
δυνάστης
+
-ικός
και
σημασιολογικό δάνειο
από
τη γαλλική
dynastique
Επίθετο
επεξεργασία
δυναστικός, -ή, -ό
σχετικός με τον
δυνάστη
και τη
δυναστεία
Α'
δυναστικός
πόλεμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δυναστικός
αγγλικά
:
dynastic
(en)
γαλλικά
:
dynastique
(fr)