↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προβιομηχανικός η προβιομηχανική το προβιομηχανικό
      γενική του προβιομηχανικού της προβιομηχανικής του προβιομηχανικού
    αιτιατική τον προβιομηχανικό την προβιομηχανική το προβιομηχανικό
     κλητική προβιομηχανικέ προβιομηχανική προβιομηχανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προβιομηχανικοί οι προβιομηχανικές τα προβιομηχανικά
      γενική των προβιομηχανικών των προβιομηχανικών των προβιομηχανικών
    αιτιατική τους προβιομηχανικούς τις προβιομηχανικές τα προβιομηχανικά
     κλητική προβιομηχανικοί προβιομηχανικές προβιομηχανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προβιομηχανικός < προ- + βιομηχανικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική preindustrial[1] [2])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.vi.o.mi.xa.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐βι‐ο‐μη‐χα‐νι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

προβιομηχανικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. προβιομηχανικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. προβιομηχανικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας