πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκβιομηχάνιση οι εκβιομηχανίσεις
      γενική της εκβιομηχάνισης* των εκβιομηχανίσεων
    αιτιατική την εκβιομηχάνιση τις εκβιομηχανίσεις
     κλητική εκβιομηχάνιση εκβιομηχανίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκβιομηχανίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκβιομηχάνιση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία