εκβιομηχάνιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκβιομηχάνιση | οι | εκβιομηχανίσεις |
γενική | της | εκβιομηχάνισης* | των | εκβιομηχανίσεων |
αιτιατική | την | εκβιομηχάνιση | τις | εκβιομηχανίσεις |
κλητική | εκβιομηχάνιση | εκβιομηχανίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκβιομηχανίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εκβιομηχάνιση < εκβιομηχανίζω + -ση < εκ- + βιομηχανία + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική industrialisation)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκβιομηχάνιση θηλυκό
- η ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα της οικονομίας, η μετατροπή μιας χώρας σε βιομηχανική
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εκβιομηχάνιση